- πατέρος
- πατήρpitṛs̥umasc gen sgπατήρpitṛs̥umasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νικηφορία — νικηφορία, δωρ. τ. νικαφορία, ἡ (Α) [νικηφόρος] το να νικά κάποιος, η νίκη («χάρμα δ οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος», Πίνδ.) … Dictionary of Greek